αποκαρδίωση

αποκαρδίωση
[-ις (-εως)] η отчаяние, упадок духа; разочарование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκαρδίωση" в других словарях:

  • αποκαρδίωση — η 1. αποθάρρυνση 2. διάψευση των ελπίδων, απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδίωση — η αποθάρρυνση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποθάρρυνση — η 1. στέρηση ή έλλειψη θάρρους, αποκαρδίωση 2. η αποτροπή από του να κάνει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γεώργ. Παπασλιώτη] …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδιωτικός, -ή — ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση, απογοητευτικός: Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»